-
1 βιαστικός
βιαστικός, mit Gewalt zwingend, Plat. Legg. XI, 921 e.
-
2 βιαστικος
31) принудительный(νόμος Plat.)
2) неодолимый(συλλογισμός Arst.: αἰτία Plut.)
3) буйный, насильственный(τῶν ζῴων τὰ βιαστικώτερα Arst.)
-
3 βιαστικός
βιαστικόςforcible: masc nom sg -
4 βιαστικός
-
5 βιαστικός
η, ό[ν] быстрый, торопливый, спешный, поспешный;είμαι βιαστικός — я очень спешу
-
6 βιαστικός
[виастикос] εκ. спешный, поспешный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιαστικός
-
7 βιαστικός
[виастикос] επ спешный, поспешный. -
8 βιαστικός
A forcible, violent, , Arist.MA 703a22: [comp] Comp.,ἀνάγκη Ph.2.395
: [comp] Sup., φίλτρον ib. 28; cogent, τὸ β. [τοῦ λογικοῦ] Jul.Or.7.216a. Adv.- κῶς
violently,EM
197.11: of a forced construction, Sch.Philostr. Her.p.484B.: [comp] Comp.-ώτερον, ἐπιτάττειν S.E.M.6.7
: also, cogently,ἀποδείκνυται Gal.5.480
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιαστικός
-
9 βιαστικός
избранГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βιαστικός
-
10 βιαστικός
1) cursory2) hastyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βιαστικός
-
11 βιαστικά
βιαστικόςforcible: neut nom /voc /acc plβιαστικά̱, βιαστικόςforcible: fem nom /voc /acc dualβιαστικά̱, βιαστικόςforcible: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 βιαστικώτερον
βιαστικόςforcible: adverbial compβιαστικόςforcible: masc acc comp sgβιαστικόςforcible: neut nom /voc /acc comp sg -
13 βιαστικόν
βιαστικόςforcible: masc acc sgβιαστικόςforcible: neut nom /voc /acc sg -
14 βιαστικώτατα
βιαστικόςforcible: adverbial superlβιαστικόςforcible: neut nom /voc /acc superl pl -
15 βιαστικώτατον
βιαστικόςforcible: masc acc superl sgβιαστικόςforcible: neut nom /voc /acc superl sg -
16 βιαστικωτάτης
βιαστικόςforcible: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
17 βιαστικωτάτου
βιαστικόςforcible: masc /neut gen superl sg -
18 βιαστικωτέροις
βιαστικόςforcible: masc /neut dat comp pl -
19 βιαστική
βιαστικόςforcible: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
20 βιαστικήν
βιαστικόςforcible: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
βιαστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. βιαστικά αυτός που σπεύδει, βιάζεται να ενεργήσει: Πες μου γρήγορα τι θέλεις γιατί είμαι πολύ βιαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιαστικός — forcible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικός — ή, ό (Μ βιαστικός, ή, όν) [βιάζομαι] καταναγκαστικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. αυτός που γίνεται με βιάση, με σπουδή νεοελλ. εκείνος που επείγει, που πρέπει να γίνει γρήγορα αρχ. ισχυρός, βίαιος … Dictionary of Greek
βιαστικά — βιαστικός forcible neut nom/voc/acc pl βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc/acc dual βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτερον — βιαστικός forcible adverbial comp βιαστικός forcible masc acc comp sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικόν — βιαστικός forcible masc acc sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτατα — βιαστικός forcible adverbial superl βιαστικός forcible neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτατον — βιαστικός forcible masc acc superl sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικαῖς — βιαστικός forcible fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικοῦ — βιαστικός forcible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικωτάτης — βιαστικός forcible fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)